ιχθυοτροφικός
Смотреть что такое "ιχθυοτροφικός" в других словарях:
ιχθυοτροφικός — ή, ό (Μ ἰχθυοτροφικός, ή, όν) [ιχθυοτρόφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιχθυοτροφία … Dictionary of Greek
ιχθυοτροφικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ιχθυοτροφία: Ιχθυοτροφικές εγκαταστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰχθυοτροφικόν — ἰχθυοτροφικός of masc acc sg ἰχθυοτροφικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)